-
1 репарационный
репарационн||ыйприл τών ἐπανορθώσεων, τῶν πολεμικών ἀποζημιώσεων:\репарационныйые платежи ἡ πληρωμή πολεμικών ἀποζημιώσεων. -
2 ἡγεμονία
ἡγεμον-ία, ἡ,II authority, rule, of dynasties or nations, Hdt.1.7, 3.65, etc.; of a general or officer, Th.4.91;ἐν ἡγεμονίαις Id.7.15
; ἡ ἡ. τῶν Ἰώνων τοῦ πολέμου Hdt.6.2; ἡ κατὰ πόλεμον ἡ., τῶν πολεμικῶν ἡ ἡ., Arist.Pol. 1285b9, 18;αἱ ἡ. τῶν στρατοπέδων Pl.Euthd. 273c
;τῶν ὀπισθοφυλάκων X.An.4.7.8
; ἡ. δικαστηρίου presidency in a court, Aeschin.3.14; headship of a philosophical school, Phld.Acad.Ind.p.59 M.2 political supremacy,ἡ ἡ. τῆς 'Ελλάδος X.HG7.1.33
;παρ' ἑκόντων τῶν 'Ελλήνων τὴν ἡ. ἐλάβομεν Isoc.8.30
;ἡ. ἡ κατὰ θάλατταν Id.12.67
, cf. Arist. Ath.23.2; ἡ ἐν 'Αρείῳ πάγῳ βουλὴ οὐδενὶ δόγματι λαβοῦσα τὴν ἡ. ib.1, cf.Pol. 1304a23; political leadership of an individual, ib. 1296a39; γένος ὑπερέχον πρὸς ἡ. πολιτικήν ib. 1288a9.b = Lat. imperium, Plu. Mar.36, D.C.60.17, etc.;Αἴγυπτον δήμου 'Ρωμαίων ἡγεμονίᾳ προσέθηκα Mon.Anc.Gr.15.1
;τοῖς καλοῖς τῆς ἡ. νόμοις Ath.Mech.39.7
; τριῶν τῶν μεγίστων ἡ. Plu.Luc.30; reign of an Emperor, Ev.Luc.3.1; office of prefect, POxy.237v6 (ii A.D.), al.III military unit, regiment, IG22.657 (pl.), PRein.9.13 (ii B.C.), Plu.Cam.23 (pl.); but αἱ μείζονες ἡ. the higher commands, Ael.Tact.10.4.IV chief thing, principal part,ἡ. τῆς τέχνης Diph.17.5
.V a principality, LXX Ge.36.30; a Roman governorship,ἡ 'Ιλλυρίδος ἡ. Hdn.6.7.2
, cf. 7.5.2; tenure of office of a governor, PRyl.77.36 (ii A.D.); ἡ Ἡ. the Government, PGrenf.2.73.11 (iii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἡγεμονία
-
3 ηγεμονια
ион. ἡγεμονίη ἥ1) предводительство(вание), руководство, управление2) начальствование, командование(ἥ ἡ. τοῦ πολέμου Her., κατὰ πόλεμον и τῶν πολεμικων Arst.; τῶν λοχαγῶν ὀπισθοφυλάκων Xen.; τῶν στρατοπέδων Plat.)
3) правление, царствование(Τιβερίου Καίσαρος NT.)
4) юр. право председательствования(δικαστηρίων Aeschin.)
5) политическое верховенство, первенство, гегемонияἡ ἡ. τῆς Ἑλλάδος Xen., τῶν Ἑλλήνων Polyb. — гегемония (одного греческого государства) над всей Грецией
6) войсковая часть -
4 ἀθλητής
A combatant, champion; esp. in games, Pi.N.5.49, 10.51 (in form ἀεθλ-), cf. Pl.R. 410b, IG4.1508B (Epid.), etc.: of Christian martyrs, Epist.Gall. ap. Jul.454d, cf. JRS10.53.II c. gen. rei, practised in, master of, ;τῶν καλῶν ἔργων D.25.97
; βδελυρίας Theopomp. Hist.217; τῶν ἔργων (sc. τῶν πολεμικῶν) Arist.Pol. 1321a26;τῆς ἀληθινῆς λέξεως D.H.Dem.18
;πάσης ἀρετῆς D.S.9.1
;οἵους ἡ γῆ τοὺς ἑαυτῆς ἀ. ἀποτελεῖ Philostr.Im.2.24
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀθλητής
-
5 φιλο-τῑμέομαι
φιλο-τῑμέομαι, pass. mit fut. med., doch findet sich auch aor. med. φιλοτιμήσασϑαι, Isocr. u. Aristid., Ael. V. H. 9, 29, – Ehrliebe, Ehrgeiz haben, zeigen; φιλοτιμηϑέντες, aus Ehrgeiz, Xen. An. 1, 4,7, ἐπί τινι, seine Ehre worin setzen, sich womit rühmen, brüsten, sich Etwas einbilden worauf, womit zu glänzen suchen, Isocr. 4, 51 u. öfter, wie Lys. 14, 35; ὅτι τοῠτο ποιεῖν δύνανται 14, 21; ποιοῠντες ἐφιλοτιμοῠντο, sie waren stolz es zu thun, Lycurg. 98; φιλοτιμεῖσϑαι μηδ' ἐφ' ἑνὶ ἄλλῳ ἢ ἐπὶ χρημάτων κτήσει Plat. Rep. VIII, 553 d; – φιλοτιμεῖσϑαί τι, περί τι, πρός τι, Etwas als Ehrensache ansehen, sich eifrig, aus Vorliebe mit Etwas beschäftigen, τῶν πολεμικῶν τι ἢ τῶν γεωργικῶν ἔργων μελετῶν ἢ ἄλλων γέ τι φιλοτιμούμενος Xen. Oec. 1, 4,24; οἱ πρὸς τὰ κοινὰ φιλοτιμούμενοι Aesch. 2, 105; πρὸς τὴν πόλιν Lycurg. 140; Plut. Demetr. 28; εἴς τινα, Dem. 42, 24; περὶ τὴν ϑήραν φιλοτιμηϑείς D. Sic.; – περί τινος, ehrgeizig um Etwas wetteifern, es sich streitig machen, z. B. περὶ νίκης Plut. amator. 16; ἀπέπλευσαν φιλοτιμηϑέντες, ὅτι, aus Eifersucht, weil, Xen. An. 1, 4,7; – auch c. inf., sich aus Ehrliebe bestreben, sich eifrig angelegen sein lassen, wetteifern, οἳ πάνυ ἂν φιλοτιμηϑεῖεν φίλῳ σοι χρῆσϑαι, die aus Ehegeiz danach trachten würden, deiner Freundschaft zu genießen, Xen. Mem. 2, 9,3; φιλοτιμούμενος ἐνδείκνυσϑαι πρὸς ἅπαντας, ὅτι Plat. Phaedr. 232 a; u. mit folgendem μή, Ep. VII, 338 e; ἔν τινι, Lach. 182 b; – εἴς τινα, sich ehrliebend, anständig, bes. freigebig gegen Einen beweisen, aber auch großthun gegen Einen, Ar. Ran. 281; Aristaenet. 1, 1 vrbdt auch φιλοτιμεῖσϑαί τι = Etwas schenken.
-
6 приостановка
-и θ.σταμάτημα προσωρινό, ανακοπή, αναστολή αναχαίτιση•приостановка работ προσωρινό σταμάτημα των εργασιών•
приостановка военных действий σταμάτημα προσωρινό των πολεμικών επιχειρήσεων•
приостановка кровотечения πρόχειρο σταμάτημα της αιμορραγίας.
-
7 эвакуация
-и θ.1. (στρατ.) εκκένωση• _ -гражданского населения с театра военных действий εκκένωση του πληθυσμού από το θέατρο των πολεμικών επιχειρήσεων. || εγκατάσταση των από εκκενωμένες περιοχές ατόμων, ιδρυμάτων κλπ. возвращаться из -йиεπιστρέφω στον εκκενωμένο χώρο.2. αφαίρεση•воздуха εκκένωση του αέρα•
эвакуация аммиака из раствора αφαίρεση της αμμωνίας από το διάλυμα.
-
8 μελετάω
A take thought or care for, c. gen., βίου, ἔργου, Hes.Op. 316, 443: c. acc. rei,δόξαν ἀρετῆς Th. 6.11
; of a physician, treat a case, Hp.Int.27, etc.:—[voice] Pass., of the patient, ib.26, etc.2 attend to, study, οὐ δύναμαι ἀκοῦσαι, τοῦτο μελετῶν (sc. τὸ ἀκοῦσαι) Hdt.3.115;πλήθους δόξας μεμελετηκώς Pl. Phdr. 260c
.II pursue, exercise, [ μαντείην] h.Merc. 557; μ. τοῦτο (sc. ἡμεροδρόμην εἶναι) Hdt.6.105: freq. in [dialect] Att.,μ. σοφίαν Ar.Pl. 511
; τέχνας, ῥητορικήν, Pl.Grg. 511b, 511c, 448d; practise, ἤθη, γαστριμαργίας, ὕβρεις, Id.Phd. 81e; ; [ νόμους] E.Ba. 892 (lyr.); (anap.);τὴν τῶν πολεμικῶν ἄσκησιν Arist.Pol. 1333b39
: generally,μ. ἄδικα LXX Jb.27.4
;ταῦτα μελέτα 1 Ep.Ti.4.15
; esp. practise speaking, con over a speech in one's mind,λογάρια δύστηνα μελετήσας D.19.255
;ἀπολογίαν Id.46.1
; also, deliver, declaim (cf. 11.5 b),λόγους D.C.40.54
:—[voice] Pass., τὸ ναυτικὸν οὐκ ἐνδέχεται ἐκ παρέργου μελετᾶσθαι naval warfare cannot be practised 'en amateur', Th.1.142; εὐταξία μετὰ κινδύνων μελετωμένη discipline put in practice on the battle-field, Id.6.72, cf. Pl.R. 455c.2 c. inf., μετρίως ἀλγεῖν μελετᾷ σοφία practises moderation in grief, E. Fr.46;λαλεῖν μεμελετήκασί που Ar.Ec. 119
; alsoμ. τοξεύειν καὶ ἀκοντίζειν X.Cyr.1.2.12
, cf. Antipho 3.2.3;μ. ποιεῖν καὶ λέγειν Lys.10.9
; μ. ἀποθνῄσκειν, τεθνάναι, practise dying, death, Pl.Phd. 67e, 81a, cf. Epicur.Fr. 470.3 less freq. c. part.,μ. κυβερνῶντες X.Ath.1.20
; with ὡς and part., Id.Cyr.5.5.47.4 with Prep.,μ. ἔν τινι LXX Jo. 1.8
,al.5 abs., study, train oneself, Ar.Ec. 164, Th.1.80, X.HG 3.4.16; ἦν τὸ ἱππικὸν μεμελετηκός ib.6.4.10: c. dat. modi,τόξῳ μ. καὶ ἀκοντίῳ Id.Cyr.2.1.21
; ἐν τῷ μὴ μελετῶντι by want of practice, Th.1.142.b esp. practise oratory, declaim, Pl.Phdr. 228b; ἐπὶ τῶν καιρῶν μ. extemporize a speech, D.61.43;Ἑλληνιστὶ μ. Plu.Cic.4
, cf. 2.131a, Luc.Sol.6, Philostr. VS1.24.2, AP11.145; of actors, Arist. Pr. 904b3.6 Medic., of disease, threaten,μ. τὴν τοῦ καρκινώματος γένεσιν Leonid.
ap. Aët.16.43: abs.,ἢν κρύβδην μελετήσῃ.. ἡ νοῦσος Aret.SD2.12
:—[voice] Pass.,ἀπειλᾷ καὶ μελετᾶται μανία Steph. in Hp.1.99
D., cf. Aët.16.63.7 c. acc. pers., exercise, train persons, ἐμελέτησεν [αὐτοὺς] ὡς εἶεν .. X.Cyr.8.1.42: c. inf.,οὓς ἀναβαίνειν ἐπὶ τοὺς ἵππους μελετᾷ Φείδων Mnesim.4.7
:—[voice] Pass., μελετώμενοι ὑπ' αὐτῶν τὴν πτῆσιν, of eaglets, Philostr.VA1.7.III Gramm., to be accustomed, c. inf.,μεμελέτηκε τὸ τ ¯ εἰς θ ¯ τρέπεσθαι An.Ox.1.66
;τὰ μὴ μελετήσανταπάσχεινσυναίρεσιν Theognost. Can.145.25
.b Medic., acquire a habit,μελετησάντων ἐκπίπτειν βραχιόνων Gal.14.782
:— [voice] Pass., become chronic,μελετηθὲν τὸ πάθος Aët.16.67
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μελετάω
-
9 μελέτη
μελέτ-η, ἡ,A care, attention, Hes.Op. 412, Epich. [284]: pl., Emp.110.2: c. gen. objecti, μ. πλεόνων care for many things, Hes.Op. 380; μελέτην τινὸς ἐχέμεν, = μελετᾶν, ἐπιμελεῖσθαι, ib. 457; ἔργων ἐκ πολλοῦ μ. long-continued attention to action, Th.5.69: c. gen. subjecti, care taken by one,θεῶν μελέτῃ S.Ph. 196
(anap.); of a trainer, B.12.191: abs.,μελέτῃ κατατρύχεσθαι E.Med. 1099
(anap.): pl., Emp.131.2.2 Medic., treatment, Hp.Fract.31, 35 (pl.), Art.50.II practice, exercise,ὀξεῖα μ. Pi.O.6.37
;ἔχων μ. Id.N.6.54
; ἡ δι' ὀλίγου μ. their short practice, Th.2.85; πόνων μ. painful exercises, of the Spartan discipline, ib.39;μάθησις καὶ μ. Pl.Tht. 153b
;μ. θανάτου Id.Phd. 81a
;ἡ ἐγκύκλιος τῶν προπαιδευμάτων μ. Ph.1.157
.b in a military sense, exercise, drill, μετὰ κινδύνων τὰς μελέτας ποιεῖσθαι to go through one's exercises in actual war, Th.1.18;ταῖς τῶν πολεμικῶν μ. Id.2.39
;μ. ἐν ὅπλοις ποιεῖσθαι IG22.1028.19
, al.c freq. of orators, rehearsal, declamation, , al.; of actors, νήστεις ὄντες τὰς μ. ποιούμενοι making their rehearsals, Arist.Pr. 901b3.d matter for discussion,μ. σοφισταῖς προσβαλεῖν Pi.I.5(4).28
; branch or object of study, Pl.Grg. 500d, al.;ὁ νόμος σου μ. μού ἐστιν LXX Ps.118(119).77
.2 later, theme, lecture, Str.1.2.2, Plu.2.41d, Luc.Rh.Pr.17; declamation,μελέτῃσί τ' ἄριστον IG3.625
;τὰς μ. μισθοῦ ποιεῖσθαι Philostr.VS1.21.5
.2 habit, Hp.Mul.1.17;ἢν ἐς μελέτην ἥκῃ τοῦ κακοῦ ὥνθρωπος Aret.CA1.5
; ἐν μ. γίγνεσθαι ψόφων become accustomed to noises, Stob.App.p.22 G.IV threatening symptom or condition, of disease,μελέτη καὶ προοίμιον ἐπιληψίας Posidon.
ap. Aët. 6.12;ὀδύνη.. μ. λύσεως Aët.5.100
, cf. Steph. in Hp.1.191 D. -
10 νίκη
A victory, ν. φαίνεται Μενελάου victory clearly belongs to M., Il.3.457, cf. Alc.80, etc.;μάχης ν. Il.7.26
, 8.171;ν. πολέμου Pl.Lg. 641a
, cf. c; ἡ ἐν τῷ πολέμῳ ν. ib. 647b: freq. of victory in the games,Ἰσθμία ν. Pi.I.2.13
; ν. παγκρατίου or ἀπὸ π., ib.7(6).22, 6(5).60: c. gen. objecti, ν. ἀντιπάλων victory over.., Ar.Eq. 521;ἡ τῶν ἡδονῶν ν. Pl.Lg. 840c
: c. gen. rei,τῶν πολεμικῶν ν. X.Mem.3.4.5
;ν. δοῦναί τινι Il.16.845
, etc.;ν. καὶ κράτος S.El.85
; νίκην νικᾶν τινα, v. νικάω 1.1, 11.1b.2 later, generally, mastery, ascendancy, etc., in all relations, νίκην διασῴζεσθαι to keep the fruits of victory, X.Cyr.4.2.26, cf. 4.1.15.II pr. n., Nike, the goddess of victory, Hes.Th. 384, cf. Pi.I.2.26, etc.;Νίκη Ἀθάνα Πολιάς S.Ph. 134
, cf. E. Ion 457 (lyr.), 1529.2 Astrol., name of sixth κλῆρος, Paul.Al.K.3, Cat.Cod.Astr.1.160. -
11 прекращение
прекращениес ἡ κατάπαυση [-ις], ἡ παύση [-ις], τό σταμάτημα / ἡ διακοπή (отношений и т. п.):\прекращение военных действий ἡ κατάπαυση τών (πολεμικών) ἐπιχειρήσεων \прекращение работы τό σταμάτημα τής ἐργασίας. -
12 район
районм1. (местность, округа) ἡ περιοχή, ἡ ζώνη:отдаленный от центра \район περιοχή μακρυά ἀπό τό κέντρο· угольный \район ἡ ἀνθρακοφόρος περιοχή, ἡ περιοχή ἀνθρακωρυχίων промышленный \район ἡ βιομηχανική περιοχή· укрепленный \район ἡ ὁχυρωμένη ζώνη· \район бо́я ἡ ζώνη τής μάχης· \район военных действий ἡ περιοχή τῶν πολεμικών ἐπιχειρήσεων2. (административный) τό τμήμα, ἡ συνοικία (в городе)/ ἡ περιφέρεια (в области). -
13 театр
театрм в разн. 'знач. τό θέατρο[ν]:оперный \театр ἡ ὅπερα, τό μελόδραμα· Художественный \театр Θέατρο τέχνης· ку́коль-ный \театр τό κουκλοθέατρο· \театр военных действий τό θέατρο των πολεμικών ἐπιχειρήσεων. -
14 κατάργηση
[-ις (-εως)] η упразднение, ликвидация, отмена;η κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας — отмена частной собственности;
η κατάργηση τού νόμου — упразднение закона;
κατάργηση των πολεμικών ( — или στρατιωτικών) βάσεων — ликвидация военных баз
-
15 переломный
επ.αποφασιστικός, καθοριστικός σημαδιακός•переломный месяц в ходе войны αποφασιστικός μήνας στην εξέλιξη των πολεμικών επιχειρήσεων•
переломный год αποφασιστικός χρόνος ή χρόνος στροφής, καμπής.
-
16 театр
-а α.1. το θέατρο (ως Τέχνη)•древнегреческий театр το αρχαιοελληνικό θέατρο•
кукол κουκλοθέατρο•
оперный театр μελοδραματικό θέατρο•
драматический театр δραματικό θέατρο.
|| το ίδρυμα, το κτίριο•работаю в -е εργάζομαι στο θέατρο•
иду в театр πηγαίνω στο θέατρο.
2. το μέρος όπου έγιναν μεγάλα γεγονότα•театр военных действий το θέατρο των πολεμικών επιχειρήσεων.
3. θέαμα, παράσταση•сегодня -а не будет σήμερα δε θα έχει θεατρική παράσταση.
4. τα θεατρικά έργα•театр мольера τα έργα του Μολιέρου.
εκφρ.на -е – στη σκηνή. -
17 περιαιρέω
Aπεριεῖλον Hdt.3.159
, etc.:—take away something that surrounds, strip off, remove, c. acc. rei, τεῖχος Hdt.l.c., cf. 6.46, Th.1.108, 4.51, 133; π. τὸν κέραμον taking off the earthen jar into which the gold had been run, Hdt.3.96;π. τὸν χιτῶνα Arist.HA 557b20
; δέρματα σωμάτων π. strip skins off from.., Pl.Plt. 288e;αὐτοῦ τὰ κοινὰ πάντα περιελόντες Id.Sph. 264e
;π. τινὰ αὐτοῦ τῆς ἐξουσίας Hdn.3.11.3
; simply, take away from,τῶν πολεμικῶν τὸ μελετᾶν X.Cyr.2.1.21
, etc.:—[voice] Med., take off from oneself, π. τὴν κυνέην, τὴν σφρηγῖδα, take off one's helmet, one's signet-ring, Hdt.2.151, 3.41;τὰς ταινίας Pl.Smp. 213a
; βυβλίον περιαιρεόμενος taking [the cover] off one's letter, i. e. opening it, Hdt.3.128;π. τὴν ἐξουσίαν τῆς ἀπολογίας αὑτοῦ Lycurg.35
: but [voice] Med. is freq. used like [voice] Act., strip off, take away,τὸ περιελέσθαι αὐτῶν τὰ ὅπλα X. Cyr.8.1.47
; (v.l. for περιέλοι)τὴν Ἀττικὴν ὑμῶν περιῄρηνται D.19.220
;ἁπάντων τὴν ἐλευθερίαν περιείλετο Id.18.65
;περιείλοντό μου ὑποζύγια δύο PCair.Zen.659.7
(iii B. C.):—[voice] Pass., to be taken off,τοὐπίβλημ' ἐπεὶ περιῃρέθη Nicostr.Com.15
; τοῦ ἄλλου περιῃρημένου when the rest has been taken away, Th.3.11;περιῃρημένων τοσούτων κακῶν Pl.Phdr. 231b
;τείχη περιῃρημένα D.19.65
.3 strike off, cancel an item in an account, PCair.Zen. 147 (iii B. C.):—[voice] Pass., Sammelb.5136.8 (iii A. D.).II [voice] Pass., c. acc. rei, to be stripped of a thing, have a thing taken off or away from one, ;περιαιρεθεὶς τὰ ὄντα Id.21.138
;τοὺς στεφάνους περιῄρηνται Id.26.5
: with acc. understood,περιαιρεθήσεσθαι ἤμελλον Epicur.Nat.15.34
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιαιρέω
-
18 τεχνίτης
A artificer, craftsman, opp. γεωργός, X.Oec.6.6, Arist.Pol. 1262b26, al.; opp. ῥήτωρ, Emp. ap. Thphr.Sens.11; of a potter, PCair.Zen.500.2,3 (iii B.C.); τεχνῖται οἱ χρήσιμόν τι ποιεῖν ἐπιστάμενοι, opp. οἱ ἐλευθερίως πεπαιδευμένοι, X.Mem.2.7.4,5, cf. Act.Ap.19.24: metaph.,πόλις ἧς τ. καὶ δημιουργὸς ὁ θεός Ep.Hebr.11.10
, cf. LXX Wi.13.1.II one who does or handles a thing by the rules of art, skilled workman, opp. ἄτεχνος, Pl.Sph. 219a, cf. Hp.VM4, Arist.Rh. 1397b23, Gal.6.155, 18(2).245; opp. ἰδιώτης, Id.6.204; opp. ὁ ἔμπειρος, Arist.Metaph. 981b31; c. gen. rei, τ. τῶν πολεμικῶν skilled in.., X.Lac.13.5; also οἱ περὶ τοὺς θεοὺς τ. persons versed in religious practices, Id.Cyr.8.3.11; ἄνθρωπος τ. λόγων, as a sneer, Aeschin.1.170; οἱ Διονυσιακοὶ τ. or οἱ περὶ τὸν Διόνυσον τ., theatrical artists, musicians as well as actors, D. 19.192 (where τ. alone), Arist.Rh. 1405a24, Pr. 956b11, SIG399.12 (Amphict. Delph., iii B.C.), CIG2619, al. ([place name] Cyprus), OGI50 (Egypt, iii B.C.), Plb.16.21.8, Posidon.36 J., etc.; so perh. in οἷος τ. παραπόλλυμαι, = Lat. qualis artifex pereo (Nero's last words), D.C.63.29.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τεχνίτης
-
19 επιμελεια
ἥ1) забота, радение, попечение(τινος Xen., Plat., Arst., Plut.; περί τινος Thuc., Isocr.; περί τινα и περί τι Plat., Arst.; πρός τινα и πρός τι Plat., Dem., Plut.)
ἐπιμέλειαν ποιεῖσθαι или ἔχειν τινός Her., Xen., περί τι Plat. и περί τινος Thuc., тж. δι΄ ἐπιμελείας ἔχειν τινά Isae. — заботиться о ком(чем)-л.;οἰκείων ἅμα καὴ πολιτικῶν ἐ. Thuc. — попечение как о личных, так и о государственных делах;ἐπιμέλειαι καὴ σπουδαί τινος Plat. — усиленное попечение о чем-л.;ἐ. τῶν κοινῶν Isocr. — выполнение общественных поручений;2) ( в отличие от ἀρχή) общественное поручение, общественный пост3) занятие, дело, область деятельности, поприщеἡ κατὰ γῆν ἐ. Xen. — роль сухопутной державы;
ἐν ταῖς ἄλλαις ἐπιμελείαις, περὴ ὧν ἐστὴν ἐπιστήμη Arst. — во всех прочих отраслях науки;ἐ. πολεμικῶν Arst. — военное дело; -
20 ζηλωτής
ζηλωτής, οῦ, ὁ (Isocr., Pla. et al.; ins, LXX; JosAs 11 cod A [p. 53, 25 Bat.]; ApcSed 6:8; Philo, Joseph., Ar.)① one who is earnestly committed to a side or cause, enthusiast, adherent, loyalist.ⓐ w. gen.α. of pers. (Dio Chrys. 38 [55], 6 Ὁμήρου ζ.; SIG 717, 33; OGI 339, 90; Jos., Vi. 11) ζ. τοῦ θεοῦ one who is loyal to God Ac 22:3 (Musonius 37, 3 ζ. τοῦ Διός; Epict. 2, 14, 13).β. of thing (Diod S 1, 73, 9 τ. πολεμικῶν ἔργων; 2, 1, 4 ζ. τῆς ἀρετῆς; Epict. 2, 12, 25; 3, 24, 40; SIG 675, 27f ζ. τῆς αὐτῆς αἱρέσεως; 756, 32; Philo, Praem. 11 ἀρετῆς, Spec. Leg. 1, 30, Virt. 175; Jos., C. Ap. 1, 162) ζ. ἐστε πνευμάτων you are eager to possess spirits (i.e., spiritual gifts) 1 Cor 14:12. ζ. καλῶν ἔργων eager to perform good deeds Tit 2:14. τοῦ ἀγαθοῦ 1 Pt 3:13. τοῦ νόμου an ardent observer of the law Ac 21:20 (cp. 2 Macc 4:2; Philo, Spec. Leg. 2, 253; Jos., Ant. 12, 271). ζ. τ. πατρικῶν μου παραδόσεων Gal 1:14 (Thrasyllus [I A.D.] in Diog. L. 9, 38: Democritus as ζ. τῶν Πυθαγορικῶν; Philo, Mos. 2, 161 ζ. τῶν Αἰγυπτιακῶν πλασμάτων).—Also rather in the sense of an enthusiastic adherent of a person or a cause (Strabo 10, 5, 6 p. 486 τοῦ Βίωνος ζηλωτής; Appian, Bell. Civ. 2, 2 §4 Σύλλα φίλος καὶ ζ.; Polyaenus 5, 2, 22; Diog. L. 2, 113; Memnon [I B.C./I A.D.]: 434 Fgm. 1, 35, 1 Jac. ζ. τῆς Λαμάχου προαιρέσεως=of the party of L.).—Abs. (Iambl., Vi. Pyth. 5, 29; Marinus, Vi. Procli 38 Boiss.; Ar. 7, 3 al.), in a bad sense jealous (w. ἐριστικός, θυμικός) D 3:2.ⓑ w. περί to introduce a thingα. w. gen. 1 Cl 45:1β. w. acc. Pol 6:3.② an ultranationalist, patriot, zealot (ὁ) ζηλωτής is the cognomen of one of the Twelve, called Simon the Patriot (Zealot) to distinguish him fr. Simon Peter Lk 6:15; Ac 1:13; GEb 34, 61 (cp. Jos., Bell. 2, 651; 4, 160 and s. Καναναῖος. WFarmer, Maccabees, Zealots and Josephus ’56; MHengel, Die Zeloten [Herod I to 70 A.D.]2, ’76; MSmith, HTR 64, ’71, 1–19; SBrandon, Jesus and the Zealots, ’67; s. Brandon’s answer to criticism NTS 17, ’70/71, 453 and s. JGriffiths, ibid. 19, ’73, 483–89; HKingdon, ibid. 19, ’72, 74–81).—DELG s.v. ζῆλος. M-M. EDNT. TW. Sv.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Κοραλλίων, θάλασσα των- — Τμήμα του Ειρηνικού ωκεανού, μεταξύ της βορειοανατολικής Αυστραλίας, της Νέας Γουινέας, των νησιών του Σολομώντα, του Βανουάτου και της Νέας Καληδονίας. Η θάλασσα ονομάζεται έτσι εξαιτίας των πολλών κοραλλιογενών σχηματισμών που περιλαμβάνει.… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Πολεμικό Ελλάδος — Εγκαινιάστηκε το 1975 και στεγάζεται στη λεωφόρο Βασιλίσσης Σοφίας (στη γωνία με την οδό Ριζάρη), στην Αθήνα. Είναι νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου και υπάγεται στο Υπουργείο Εθνικής Άμυνας. Η συλλογή του αποτελείται από ευρήματα και ιστορικά… … Dictionary of Greek
ουδετερότητα — Νομική ή πραγματική κατάσταση στην οποία βρίσκονται τα κράτη τα οποία δεν παίρνουν μέρος σε πόλεμο που διεξάγεται μεταξύ άλλων κρατών. Η ο. ως νομική κατάσταση στηρίζεται σε μια σειρά κανόνων του διεθνούς δικαίου που αποβλέπουν από το ένα μέρος… … Dictionary of Greek
Αφγανιστάν — Κράτος της νοτιοκεντρικής Ασίας.Συνορεύει στα Β με το Τουρκμενιστάν (ΒΔ), το Ουζμπεκιστάν, το Τατζικιστάν (ΒΑ) και την Κίνα (ΒΑ), στα Α και Ν με το Πακιστάν και στα Δ με το Ιράν.Το Α. βρίσκεται στο κέντρο της αχανούς νότιας Ασίας, ανάμεσα σε μια… … Dictionary of Greek
Κωνσταντίνος — I Όνομα δύο βασιλιάδων της νεότερης Ελλάδας. 1. Κ. Α’ (Κωνσταντίνος Γκλίξμπουργκ, Αθήνα 1868 – Παλέρμο, Σικελία 1923). Βασιλιάς των Ελλήνων (1913 17, 1920 22). Ήταν πρωτότοκος γιος του βασιλιά Γεωργίου Α’ και της βασίλισσας Όλγας. Έπειτα από… … Dictionary of Greek
στόλος — Το σύνολο των πολεμικών πλοίων ενός κράτους, καθώς και το σύνολο των εμπορικών πλοίων μιας χώρας ή μιας εφοπλιστικής εταιρείας. Όσον αφορά τις πολεμικές μονάδες, ο ίδιος όρος μπορεί επίσης να δείχνει μέρη μόνο του συνόλου των πολεμικών πλοίων… … Dictionary of Greek
ναυτικό — Το σύνολο των πλοίων και των κάθε είδους πλωτών μέσων, των λιμανιών, των ναυτικών εγκαταστάσεων και των πληρωμάτων, με τα οποία αναπτύσσεται η ανθρώπινη δραστηριότητα στη θάλασσα. Διακρίνεται στο εμπορικό ν. ή εμπορική ναυτιλία, που ασχολείται με … Dictionary of Greek
πλοίο — Με τον όρο αυτό υποδηλώνεται γενικά κάθε αυτοκινούμενο πλωτό μέσο, που έχει διαστάσεις μεγαλύτερες από της λέμβου και προορίζεται για εμπορικούς (κυρίως μεταφορά εμπορευμάτων και επιβατών), πολεμικούς (επιφανειακές και υποβρύχιες πολεμικές… … Dictionary of Greek
πόλεμος — Ένοπλος αγώνας στον οποίο καταφεύγουν τα κράτη για να υπερασπίσουν τα δικαιώματα ή τα συμφέροντά τους, όταν τα ειρηνικά μέσα έχουν αποδειχτεί ανώφελα. Παρόμοια σύγκρουση μπορεί να γίνει και μεταξύ αντίθετων μερίδων του ίδιου λαού και τότε… … Dictionary of Greek
Καλαμάτα — Πόλη (υψόμ. 20 μ., 49.154 κάτ.), πρωτεύουσα του νομού Μεσσηνίας και έδρα του ομώνυμου δήμου. Χτισμένη στον μυχό του Μεσσηνιακού κόλπου, αποτελεί το σημαντικότερο λιμάνι της νότιας Πελοποννήσου, από το οποίο εξάγονται κυρίως ελαιόλαδο, ελιές,… … Dictionary of Greek
επανορθώσεις, πολεμικές — Η οφειλή ενός ηττημένου κράτους προς τους νικητές, για την αποκατάσταση των ζημιών και απωλειών οι οποίες προξενήθηκαν κατά τη διεξαγωγή του πολέμου. Δηλαδή, πρόκειται για μια ειδική περίπτωση αποζημίωσης, με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και… … Dictionary of Greek